- προβίβασις
- -άσεως, ἡ, ΜΑ [προβιβάζω]μσν.προβιβασμός, προαγωγή σε ανώτερο αξίωμα, βαθμό ή σε ανώτερη θέσηαρχ.1. το να οδηγεί κανείς κάποιον προς τα εμπρός2. (ιδίως στη μουσ.) η περαιτέρω ανάπτυξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβιβάσις — προβιβάσῑς , προβίβασις leading forward fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβάσει — προβίβασις leading forward fem nom/voc/acc dual (attic epic) προβιβάσεϊ , προβίβασις leading forward fem dat sg (epic) προβίβασις leading forward fem dat sg (attic ionic) προβιβάζω cause to step forward aor subj act 3rd sg (epic) προβιβάζω cause… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβάσεις — προβίβασις leading forward fem nom/voc pl (attic epic) προβίβασις leading forward fem nom/acc pl (attic) προβιβάζω cause to step forward aor subj act 2nd sg (epic) προβιβάζω cause to step forward fut ind act 2nd sg προβιβάζω cause to step forward … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβίβασιν — προβίβασις leading forward fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβάσιμος — η, ο, Ν (κυρίως στη φρ.) «προβιβάσιμος βαθμός» βαθμός που παρέχει στους μαθητές τη δυνατότητα προαγωγής σε ανώτερη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβίβασις. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Λ. Μελετόπουλο] … Dictionary of Greek